ολόχρονος

ολόχρονος
-η, -ο (Α ὁλόχρονος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που διαρκεί όλο τον χρόνο, ετήσιος
αρχ.
(για χρονικό διάστημα) ολόκληρος («ὁλόχρονος τριετία» — τρία ολόκληρα χρόνια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -χρόνος (< χρόνος), πρβλ. μακρό-χρονος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”